- ιοντικός
- -ή, -όπου αναφέρεται στο ιόν (βλ λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek
ανταγωνισμός — (Βιολ.). Όρος ο οποίος αναφέρεται σε τρεις διαφορετικούς τομείς. 1. Α. που εμφανίζεται ανάμεσα σε δύο οργανισμούς που μεγαλώνουν πολύ κοντά o ένας στον άλλο. Έχει ως αποτέλεσμα την καταστολή της ανάπτυξης του ενός λόγω της δημιουργίας αντίξοων… … Dictionary of Greek
θερμιοντικός — και εσφ. τ. θερμιονικός, ή, ό ο σχετικός με εκπομπή ιόντος ή ηλεκτρονίου η οποία οφείλεται στην υψηλή θερμοκρασία τού σώματος από το οποίο προέρχεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermionic < therm (πρβλ. θερμ(ο) + ionic (πρβλ.… … Dictionary of Greek